Η σύγχρονη «ιδεολογία» της αρχιτεκτονικής

Η κριτική αφήγηση της αρχιτεκτονικής της εποχής μας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οπως κάθε άλλη σύγχρονη δημιουργική εμπειρία, η διατύπωση οριστικών αξιολογικών διαγνώσεων για την κατάσταση της αρχιτεκτονικής fin de siecle δεν είναι ούτε δυνατή αλλά ούτε και επιθυμητή, ειδικά όταν αφορά το έργο νεότερων μελετητών σε εξέλιξη. Η κριτική άλλωστε δεν υπήρξε πάντοτε οξυδερκής: είναι γνωστή, για παράδειγμα, η αρχική μη αξιολόγηση του έργου του Aalto από τον Giedion ή οι αποστάσεις που κράτησε η διεθνής αρχιτεκτονική κοινότητα από το έργο ενός «περιφερειακού» δημιουργού όπως ο Luis Barragan, ως την τελική «αποκατάτασή» του τη δεκαετία του ’80.

Η αρχιτεκτονική των δύο τελευταίων δεκαετιών του αιώνα ­ ενός, κατά τον μαρξιστή ιστορικό Ε. Hobsbawm, «βραχέος αιώνα», γιατί αρχίζει το 1914 και τελειώνει με την πτώση του τείχους του Βερολίνου ­ βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση όχι μόνο για λόγους σχετικούς με την κρίση των συστημάτων πολιτικής διαχείρισης, που οδήγησαν τους φιλοσόφους στην αναγγελία του «τέλους» της ιδεολογίας και της ιστορίας, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι η αρχιτεκτονική αναπτύσσεται σε μια «μεταμοντέρνα» ή, ακριβέστερα, σε μια μεταβιομηχανική περίοδο.

Με το τελευταίο εννοούμε ότι, αν σε μια κοινωνία καταγράφονται τρεις βασικοί παραγωγικοί τομείς, ο γεωργικός, ο βιομηχανικός και ο τριτογενής των υπηρεσιών, η κοινωνία αυτή διανύει μια μεταβιομηχανική φάση, όταν ο τομέας των υπηρεσιών είναι περισσότερο ανεπτυγμένος από τους άλλους δύο (διαδικασία που στην πραγματικότητα χαρακτήρισε την πορεία των πιο προηγμένων χωρών ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’60). Στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο σημαντική η τεχνολογία των μηχανών όσο η τεχνολογία της πληροφόρησης και των μικροεπεξεργαστών, ενώ οι υποδομές των ηλεκτρονικών δικτύων επικοινωνίας ανταγωνίζονται εκείνες των φυσικών μεταφορών.

Ο «πολυεθνικός αρχιτέκτων»

Η μεταβιομηχανική αυτή συνθήκη δεν είναι χωρίς συνέπειες για την «ιδεολογία» της αρχιτεκτονικής. Μετά την εμπειρία ενάμιση αιώνα συνεχούς επανάστασης και ανάπτυξης σε όλα τα επίπεδα, η αρχιτεκτονική σήμερα αναζητεί νέους προσανατολισμούς, υιοθετώντας κάθε προσέγγιση και την αντίθετή της: ενότητα και ετερογένεια, γραμμικότητα και αντίφαση, αποδοχή της ιστορίας και αποποίησή της, εσωστρέφεια και κτιριολογικές performances, λειτουργική συνέπεια και απο-σύνθεση κάθε τυπολογικής βεβαιότητας, κατασκευαστική αφαιρετικότητα και αποθέωση της τεχνολογίας, μορφολογική ορθοδοξία και ηδονιστική εκλεκτικότητα.

Οι αρχιτέκτονες, με τη βοήθεια της προωθημένης τεχνολογίας, ερωτοτροπούν συχνά με τη σύγχρονη τέχνη και υιοθετούν τις εσωτερικές αντιφάσεις της αλλά και την επικοινωνιακή ικανότητά της. Την ίδια στιγμή παρατηρείται το φαινόμενο του επαγγελματία που ήδη αποκλήθηκε «πολυεθνικός αρχιτέκτων»: οι πιο γνωστές stars σήμερα της αρχιτεκτονικής σχεδιάζουν ταυτόχρονα μεταξύ Ευρώπης, Αμερικής και Απω Ανατολής, μεταφέροντας την προσωπική τους σχεδιαστική αντίληψη στις τέσσερις άκρες του κόσμου, ενώ τα έργα τους δεν προάγουν μόνο την εικόνα των εργοδοτών αλλά και των ιδίων. Το διακεκριμένο αρχιτεκτονικό έργο, εκτός από τη χρηστική σκοπιμότητά του, επενδύεται με μια υψηλή επικοινωνιακή υπεραξία: το ­ αρχιτεκτονικό ­ μέσο είναι το μήνυμα, συμβάλλει στην επίτευξη οικονομικών και στρατηγικών στόχων, αποτελεί «προϊόν» αυτό καθεαυτό που επιφέρει κέρδη, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για κτίριο γραφείων, δημαρχείο, βιβλιοθήκη ή μουσείο.

Στο επίπεδο ωστόσο του προβληματισμού για την πόλη, τα θραύσματα των σχεδιαστικών προσεγγίσεων της σύγχρονης αρχιτεκτονικής δεν προσφέρονται πλέον για μια ενοποιημένη αντίληψη του αστικού σχεδιασμού σύμφωνα με τις αρχές της πολεοδομίας του μοντέρνου κινήματος, με αποτέλεσμα την αδυναμία πλέον διαχείρισης της σύγχρονης πόλης, η οποία συρράπτεται όχι από το ρυθμιστικό σχέδιο αλλά από τα πολλές φορές ανεξέλεγκτα δίκτυα υποδομών και επικοινωνιών.

Χωρίς αμφιβολία, πάντως, για οτιδήποτε άλλο μπορούμε να μιλήσουμε παρά για κρίση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, όπως θα υποστήριζαν οι αιωνίως καραδοκούντες καταστροφολόγοι. Αντίθετα, σε πολλές ανεπτυγμένες, και όχι μόνο, κοινωνίες η σύγχρονη αρχιτεκτονική έχει κατακτήσει εντυπωσιακά αποτελέσματα, χάρη στις νέες αντιλήψεις της σχέσης μεταξύ του επαγγελματικού κόσμου και του δημόσιου κυρίως εργοδότη.

Οπως παρατηρεί ο Κ. Frampton στην ανανεωμένη «Ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής», «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όλα τα αξιόλογα αρχιτεκτονικά έργα είναι το αποτέλεσμα ενός υψηλού επιπέδου εργοδότη, είτε πρόκειται για το δημόσιο είτε για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είτε για τον ιδιωτικό τομέα, με την αρωγή διαφόρων μορφών δημοσίων και ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων. Χωρίς την κατάλληλη “υποστήριξη” δεν είναι δυνατόν να κατακτηθεί ούτε να διατηρηθεί ένα αποδεκτό επίπεδο παραγωγής, γιατί η αρχιτεκτονική είναι μια δημόσια τέχνη που χρειάζεται έναν αποτελεσματικό κοινωνικό εργοδότη και ένα υψηλό επίπεδο επένδυσης, μαζί με μια επαρκή τεχνογνωσία τόσο όσον αφορά το επίπεδο της κατασκευαστικής ικανότητας όσο και εκείνο της ποιότητας του βιομηχανικού προϊόντος». Στις γραμμές αυτές βρίσκεται οπωσδήποτε η απάντηση για το επίπεδο της αρχιτεκτονικής στη δική μας χώρα.

Παρά την πλουραλιστική ετερογένεια που χαρακτηρίζει σήμερα την πορεία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, η συνολική εικόνα δεν είναι κριτικά ανεξέλεγκτη. Ενάντια στην αντίληψη μιας αρχιτεκτονικής πραγματικότητας ως απλού αθροίσματος του έργου μεμονωμένων προσωπικοτήτων, είναι δυνατός ένας οπωσδήποτε όχι σχηματικός ερμηνευτικός απολογισμός, με βάση κοινές σχεδιαστικές συμπεριφορές υιοθετημένες κάθε φορά με πρωτότυπο αλλά αναγνωρίσιμο τρόπο.

Πλουραλιστικές επιλογές

Μετά την κρίσιμη παρένθεση του μεταμοντερνισμού, η αρχιτεκτονική σήμερα στην Ευρώπη είναι απροκατάληπτη, επιλεκτική, πλουραλιστική και πειραματική, ενώ η ιστορία χρησιμοποιείται όχι ως καταφύγιο αλλά ως πρόκληση, που ενδεχομένως επιδέχεται αυθαίρετες ερμηνείες. Παρατηρείται η επιστροφή στην αντίληψη του κτιρίου ως μεμονωμένου έργου τέχνης που διαλέγεται περισσότερο με τις άλλες τέχνες παρά με το περιβάλλον του, που ανιχνεύει νέες δυνατότητες οργάνωσης του ζωτικού χώρου του, που διακρίνεται από έναν νέο φορμαλισμό και μια αφαιρετική ελαφρότητα, με την υποστήριξη πάντα όλο και πιο προωθημένης τεχνολογίας.

Μια ιδιαίτερη αναφορά οφείλουμε στην αρχιτεκτονική δραστηριότητα των Κάτω Χωρών: πέρα από ολόκληρες πόλεις σαν την Αμβέρσα, όπου η μέση αρχιτεκτονική παραγωγή είναι υψηλού επιπέδου και η διάχυση της ποιότητας άμεσα αισθητή, στην Ολλανδία η συνείδηση ενός αιώνα μοντέρνου φαίνεται να έχει περάσει στα χρωμοσώματα ενός ολόκληρου λαού, να αποτελεί τη ζωντανή κληρονομιά του.

Απόλυτα ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της περιοχής Prinsenland στο Ρότερνταμ, όπου διάφοροι αρχιτέκτονες κλήθηκαν να σχεδιάσουν συνολικά 5.000 νέες κατοικίες (1982-94): η τυπολογική οργάνωση αλλά και η μορφολογική επεξεργασία αποτελούν ένα ευφάνταστο και ανεξάντλητο ρεπερτόριο αναφορών στην πλούσια «ντόπια παράδοση», στην αρχιτεκτονική δηλαδή του Duiker, του Rietveld και της Σχολής του Αμστερνταμ, δίνοντας ταυτόχρονα ένα μάθημα για το τι σημαίνει «χρήση της ιστορίας». Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός της ανάθεσης έργων σε νέους αρχιτέκτονες όπως ο Jo Coenen, οι Bolles και Wilson, οι Mecanoo (ο Van Berkel σχεδίασε την περίφημη γέφυρα Erasmus στο Ρότερνταμ το 1990, σε ηλικία 33 ετών).

Οι σημερινές σχεδιαστικές συμπεριφορές των αρχιτεκτόνων δείχνουν να εγγράφονται σε ορισμένες κύριες κατευθύνσεις, με μακρινές ωστόσο καταβολές. Ενώ η αρχιτεκτονική ενός πολυεδρικού νέου εκλεκτικισμού βρίσκει τα τελευταία χρόνια έκφραση στα μουσεία κυρίως του Stirling, του Isozaki, του Mendini και κυρίως του Hans Hollein με το αριστουργηματικό δημοτικό μουσείο σύγχρονης τέχνης στο Monchengladbach (1972-82), οι σχεδιαστικές επιλογές του τέλους του αιώνα προσανατολίζονται στη γλώσσα της υψηλής τεχνολογίας, της αποδόμησης και του μινιμαλισμού.

Η πιο πρόσφατη αρχιτεκτονική της υψηλής τεχνολογίας (high-tech) δείχνει να επανακτά τη χαμένη ­ κριτική ­ αξιοπρέπειά της, θυμίζοντας ότι αποτελεί την αντιπροσωπευτικότερη έκφραση του Zeitgeist, επιδιώκοντας μια πιο εξευγενισμένη και μη επιθετική διατύπωση και διεκδικώντας τη συνέχεια με την αρχιτεκτονική του σιδήρου, που υπήρξε πρωτοπορία στην Ευρώπη και στην Αμερική εδώ και ενάμιση αιώνα. Η τάση αυτή είναι σε θέση, με το έργο, για παράδειγμα, δημιουργών όπως ο Jean Nouvel, να επιτύχει τον συγκερασμό της τεχνολογίας με την τέχνη και την επικοινωνία.

Κριτική στο χάος των μητροπόλεων

Η αρχιτεκτονική της αποδόμησης επιστρέφει στην τέχνη του κονστρουκτιβισμού και των ρωσικών πρωτοποριών, αλλά και της pop art, με φορμαλιστικές βέβαια και όχι φιλολογικές προθέσεις. Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική «μετά τις πρωτοπορίες», πληθωρική και ψυχρά γεωμετρική, που λατρεύει και ταυτόχρονα ασκεί κριτική στη σύγχρονη κοινωνία και στο χάος των μητροπόλεων. Με βάση τη στρουκτουραλιστική σκέψη του Foucault και του Derrida, προτείνει ένα αντι-τοπικιστικό και αντι-ρεαλιστικό πλαστικό παιχνίδι, όπου οι αρχές της διαφοράς και της αποσύνθεσης αποτελούν βασικά στοιχεία της σύνταξης, ενώ στόχος δεν είναι ο χρήστης αλλά η χωρική ιδέα: η πραγματικότητα μπορεί να παραβιαστεί.

Σε αυτό το αντιφατικό και ταυτόχρονα γοητευτικό αρχιτεκτονικό πανόραμα, αφηρημένο μαζί και παραστατικό, ξεχωρίζουν, με αρκετές διαφοροποιήσεις, οι F. Gehry, Ρ. Eisenman, Ζ. Hadid, Ε. Miralles, Coop Himmelbau, R. Koolhaas και η ομάδα ΟΜΑ, ενώ ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του βετεράνου G. Behnisch και του Η. Hertsberger, που στα πρόσφατα έργα τους (αντίστοιχα ταχυδρομικό μουσείο και σχολείο στο Romerstadt της Φραγκφούρτης, θέατρο Chasse και βιβλιοθήκη της Breda) δείχνουν να γνωρίζουν καλά την τέχνη της δημιουργικής ανανέωσης. Στην ανωτάτη σχολή οικονομικών επιστημών της Ουτρέχτης (1995) και στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Delft (1998), οι ταλαντούχοι μελετητές της ομάδας Mecanoo προτείνουν μια εκπληκτικά ευρηματική αρχιτεκτονική, όπου η διαλεκτική εσωτερικού-εξωτερικού χώρου παραποιείται προκλητικά και η τεχνολογία μετατρέπεται σε παιχνίδι, ενώ το θέμα της εσωτερικής κίνησης και της πορείας αντλεί από την ανάλογη εμπειρία παλαιότερων Ολλανδών δασκάλων, όπως ο Van Eyck και ο ίδιος ο Hertsberger.

Στους αντίποδες αυτής της επιλογής βρίσκεται η αρχιτεκτονική της απλής γεωμετρίας και της ποιητικής του κενού, η αρχιτεκτονική του μινιμαλισμού και του ρασιοναλισμού του τέλους του αιώνα. Ενάντια στην πληθωρικότητα, στις γλωσσικές και συμβολικές υπερβολές του εκλεκτικισμού, καθώς και στον ελιτίστικο διανοουμενισμό και τον κενό φορμαλισμό της αποδόμησης, οι μινιμαλιστές προτείνουν μια απλή ογκοπλαστική επεξεργασία, απέριττους χώρους και την υιοθέτηση των απολύτως αναγκαίων και ουδέτερων υλικών, δείχνοντας ταυτόχρονα ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον χαρακτήρα του περιβάλλοντος.

Σημεία αναφοράς είναι και πάλι ο Barragan, o Siza και ο Ινδός Β. Doshi, ενώ μέγιστος σύγχρονος προφήτης αποδεικνύεται ο Τ. Ando. Σε ένα από τα λίγα ευρωπαϊκά έργα του, το συνεδριακό κέντρο στο Weil am Rhein (1993) εντός του συγκροτήματος της Vitra, που περιλαμβάνει επίσης κτίρια του Gehry, του Siza και της Hadid ως ένα είδος «αρχιτεκτονικής συλλογής», η ιερατική ένταση του ιάπωνα δασκάλου έχει κάτι το υποβλητικό: η ποιητική της αφαίρεσης και της σιωπής μετατρέπει το οικοδόμημα σε διανοητική άσκηση με μεταφυσικές διαστάσεις.

Ακμή και παρακμή του «μεταμοντερνισμού»

Η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίζεται από την τελική επικράτηση αλλά και την παρακμή ενός ιστορικιστικού και πλουραλιστικού μανιερισμού, γνωστού ως «μεταμοντερνισμού», που γνωρίζει τη μέγιστη δημοσιότητα και απήχηση ακριβώς το 1980 με τη Strada Novissima στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (το αρχιτεκτονικό αυτό happening οργανώνεται από τον Ρ. Portoghesi, ενώ συμμετέχουν αδιακρίτως ο Bofill αλλά και ο Gehry, o Jencks και ο Koolhaas, o Krier και ο Isozaki, ο Moore αλλά και ο Unghers, μαζί με τον Rossi, τον Graves, τον Hollein και άλλους). Πρόκειται για ένα κίνημα που βασίζεται στα οράματα του Αμερικανού R. Venturi και στις αναλύσεις του Μ. McLuhan σχετικές με τα χαρακτηριστικά της νέας μαζικής κουλτούρας και τη σημασία της εικόνας.

Η επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα της νέας αρχιτεκτονικής γλώσσας, μετά τις καταγγελίες για την αποτυχία του μοντέρνου φονξιοναλισμού, εξασφαλίζεται με την επιστροφή στους μαζικά κατανοητούς κώδικες του κλασικού ρεπερτορίου που επαναδιατυπώνεται με τα εργαλεία της ειρωνείας, του συμβολισμού, της μεταφοράς. Αυτή η ουσιαστικά αντιμοντέρνα νοσταλγία τροφοδοτεί αντιλήψεις που κινούνται σε ένα ευρύτατα ετερογενές φάσμα, άλλοτε ιστορικιστικό και άλλοτε εκλεκτικό, ενώ πολλοί αρχιτέκτονες που δεν αποποιούνται οριστικά τη μοντέρνα παράδοση και την πειραματική δυναμική της θα εγκαταλείψουν έγκαιρα το πλοίο του μεταμοντερνισμού και τις επισφαλείς ετικέτες του για να επιχειρήσουν, κατά τη δεκαετία του ’90, τη διατύπωση σχεδιαστικών προσανατολισμών ικανών να δώσουν μορφή στον σύγχρονο κόσμο του επόμενου αιώνα.

Στο πλαίσιο αυτό, ο πιο σταθερός οπαδός του μοντέρνου φονξιοναλισμού και της ποιητικής του Le Corbusier παραμένει ο R. Meier, απαράμιλλος χειριστής της ρασιοναλιστικής ρητορικής και ενός μορφολογικού μανιερισμού, όπου η πλαστική δεξιοτεχνία γίνεται υπέροχος αυτοσκοπός, όπως δείχνουν και μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του στην Ευρώπη: το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών της Φραγκφούρτης ή το πολύ πρόσφατο δημαρχιακό μέγαρο της Χάγης (1995) με τον διαφανή γιγαντισμό του. Παράλληλα αναπτύσσεται η συνείδηση μιας σχεδιαστικής αντίληψης η οποία αποκλήθηκε «κριτικός τοπικισμός», όρος ωστόσο ασαφής και πατερναλιστικός, με την έννοια της «αναγνώρισης» σε κάποιες περιφέρειες μιας πολιτισμικής αυτονομίας.

Ο σεβασμός του genius loci δεν σημαίνει απαραίτητα την υιοθέτηση τοπικών παραδοσιακών μορφολογιών που δημιουργούν μια διακριτή ντόπια σχολή, ούτε είναι τόσο εύκολα προσδιορίσιμες οι τοπικές επιρροές από εκείνες που προέρχονται από άλλα αρχιτεκτονικά κέντρα. Η συνείδηση του τόπου, με την έννοια του σεβασμού στο αστικό πλαίσιο και στα γενικότερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, διακρίνει το έργο αρχιτεκτόνων που ασφαλώς δεν είναι «τοπικιστές», όπως π.χ. του Α. Rossi στο Βερολίνο αλλά και στην Ιαπωνία, του Μ. Botta στο Ticino αλλά και στον Αγιο Φραγκίσκο, του Α. Van Eyck στις κατοικίες Jordaan στο Αμστερνταμ, των Gabetti και Isola στη Βόρεια Ιταλία και κυρίως του Α. Siza Vieira, ο οποίος διατυπώνει, με την ανάλογη πάντα ευαισθησία, τη ρασιοναλιστική και ταυτόχρονα οργανική σχεδιαστική προσέγγισή του στο Πόρτο, στη Vila do Conde, αλλά και στην περιοχή λαϊκών κατοικιών Sud της Χάγης (1988), όπου οικειοποιείται απόλυτα τη μεγάλη ολλανδική παράδοση του μεσοπολεμικού μοντέρνου.

Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Οι φωτογραφίες είναι του γράφοντος.

 

πηγή: www.tovima.gr